- ἀγαλματουργικός
- ἀγαλματ-ουργικός, ή, όν,A = ἀγαλματοποιικός, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγαλματουργικῆς — ἀγαλματουργικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλματουργικήν — ἀγαλματουργικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)